- ὑποσκότεινος
- ὑπο-σκότεινος, etwas finster od. dunkel
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
υποσκότεινος — ον, Α [σκοτεινός] λίγο σκοτεινός … Dictionary of Greek
σκοτεινοειδής — ές, Α υποσκότεινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκοτεινός + ειδής*] … Dictionary of Greek
υποσκότιος — ον, Α ὑποσκότεινος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σκότιος «σκοτεινός» (< σκότος)] … Dictionary of Greek